-
1 ῥώμη
A bodily strength, might, Xenoph.2.11, Hdt.1.31, 8.113; γυίων ῥ. A.Pers. 913 (anap.);μεῖζον ἢ κατ' ἐμὰν ῥώμαν S.Tr. 1019
(lyr.);ἐπ' ἀσθενοῦς ῥώμης ὀχούμεθ' E.Or.69
; , cf. Agatho 27; εἴ τῳ.. προλίποι ἡ ῥ. καὶ τὸ σῶμα, i.e. his bodily strength, Th.7.75; ὁ μετὰ ῥώμης γιγνόμενος θάνατος in the full strength or vigour of life, Id.2.43; ὑγίειαν καὶ ῥ. Pl.Phdr. 270b; τὴν ἰσχὺν δεινὰ καὶ τὴν ῥ. Id.Smp. 190b;ῥ. καὶ τόλμῃ D.18.220
;ῥώμης ἀκμή Eub.7.6
: pl., πιστεύοντες ταῖς αὑτῶν ῥ. Lys.24.16; ταῖς τῶν σωμάτων ῥ. X.Cyr.3.3.19.2 of nations, armies, and the like ,τὴν παροῦσαν νῦν ῥ. πόλεως Th.4.18
.3 of things, strength, force, might,δορός E.Supp.26
; ; ; alsoῥ. ψυχῆς X.Cyr.4.2.14
; ; τοῦ λέγειν ib. 711e; ; ἡ τῶν λόγων ῥ. Cratin.Jun.7.3.4 οὐ μιᾷ ῥώμῃ not single-handed, S.OT 123: a force, i.e. army, X.An.3.3.14, HG7.4.16.5 confidence,τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐγεγένητό τις ῥ., διότι τοὺς Ἀθηναίους ἐνόμιζον διπλοῦν τὸν πόλεμον ἔχοντας.. εὐκαθαιρετωτέρους ἔσεσθαι Th.7.18
, cf. 42, 4.29. -
2 προ-λείπω
προ-λείπω, voraus, heraus od. weggehen und hinter sich lassen, im Stiche lassen, von Menschen, Orten u. Sachen; Hom., Hes.; μῆτίς σε προλέλοιπε, die Klugheit verließ dich, Od. 2, 279; ἄντρον προλιπών, Pind. P. 9, 30; Aesch. Prom. 280 Pers. 18; Soph. πατέρα τὸν σὸν ἐν λυγρῷ γήρᾳ προλείπων. Ai. 502; – auch = ablassen, οὐδ' ἐϑέλω προλιπεῖν τόδε μὴ οὐ τὸν ἐμὸν στοναχεῖν, El. 130; Eur. φυλακὰς προλιπών, Rhes. 18, u. öfter; u. in Prosa: ὅταν αὐτὰ τὸ ἄνϑος προλίπῃ, Plat. Rep. X, 601 b; ἐξαίφνης σε προὔλιπεν αὕτη ἡ δύναμις, Theag. 130 c; χώραν, Thuc. 2, 87; auch intrans., εἴ τῳ προλίποι ἡ ῥώμη καὶ τὸ σῶμα, 7, 75, wenn ihm die Kraft ausging; vgl. Eur. Or. 817.
-
3 προλειπω
1) оставлять, покидать(κτήματά τε ἄνδρας τ΄ ἐν δόμοισιν Hom.; τέν πόλιν ἐν μυρίῳ πένθει Plut.)
μέ τὸ ξυμμάχων κοινὸν προλιπεῖν Thuc. — не изменить общему делу союзников2) прекращаться, оканчиватьсяἈτρείδαις οὐ προλείπει φόνος Eur. — не прекращаются убийства в доме Атридов;
εἴ τῳ προλίποι ἥ ῥώμη καὴ τὸ σῶμα Thuc. — если у кого-л. истощились физические силы3) слабеть(προλείπω, λύεται δέ μου μέλη Eur.)
-
4 προλείπω
A forsake, abandon,νεκρόν Il.17.275
;κτήματα.. ἄνδρας τε Od.3.314
;σε.. οὐ δύναμαι π. δύστηνον ἐόντα 13.331
; ;φιλίην Thgn.1102
, cf. 351; οὐκ ap. Hdt.7.228;πατέρα.. ἐν λυγρῷ γήρᾳ S.Aj. 507
; χώραν π. abandon one's post, Th.2.87;τὸ τῶν ξυμμάχων κοινόν Id.1.74
; simply, leave,Ἀρκτοῦρος π. ῥόον Ὠκεανοῖο Hes.Op. 566
; ἄντρον, θᾶκον, ἕδρας σκοτίους, etc., Pi.P.9.30, A.Pr. 282 (anap.), E.Alc. 124 (lyr.), etc.;ψυχὴ π. τινά Ar.Av. 1558
(lyr.).2 omit to do a thing, c. inf.,π. τόδε μὴ οὐ ποιεῖν S.El. 132
(lyr.); π. τὴν μίσθωσιν fall into arrears of rent, BGU197.15 (i A.D.).3 rarely of things, desert, fail one,σε μῆτις προλέλοιπε Od. 2.279
, cf. Ar.Th. 927; : c. gen.,ἐφημερίων π. Epigr.Gr.321.4
.II intr., cease, fail,φονος.. οὐ προλείπει.. Ἀτρείδαις E.Or. 817
(lyr.);εἴ τῳ προλίποι ἡ ῥώμη Th.7.75
; of persons, faint, fall into a swoon, E.Hec. 438.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προλείπω
-
5 προλείπω
προ-λείπω, voraus, heraus od. weggehen und hinter sich lassen, im Stiche lassen, von Menschen; μῆτίς σε προλέλοιπε, die Klugheit verließ dich; auch = ablassen; intrans., εἴ τῳ προλίποι ἡ ῥώμη καὶ τὸ σῶμα, wenn ihm die Kraft ausging
См. также в других словарях:
προλείπω — Α 1. αφήνω πίσω, εγκαταλείπω, παρατώ («νεκρὸν δὲ προλιπόντες ὑπέτρεσαν», Ομ. Ιλ.) 2. απλώς αφήνω («Ἀρκτοῡρος προλείπει ῥόον Ὠκεανοῑο», Ησίοδ.) 3. παραλείπω να κάνω κάτι («οὐδ ἐθέλω προλιπεῑν τόδε», Σοφ.) 4. (για πρόσ.) λιποθυμώ, λιποψυχώ («...… … Dictionary of Greek